Το μετρό δίνει την καλύτερη ευκαιρία στον ξένο να φανταστεί πως έχει καταλάβει την ουσία του Παρισιού.
-Φραντς Κάφκα
Αυτές οι δύο σειρές βρίσκονται στην πρώτη σελίδα του βιβλίου «Η ηχώ του Παρισιού» του Sebastian Faulks. Βέβαια βρίσκονται ανάμεσα σε άλλες σειρές. Λίγο πιο πάνω υπάρχει ένα απόφθεγμα του Βικτόρ Ουγκό και λίγο πιο κάτω ένα του Μποντλέρ. Ωστόσο, είναι οι δυο σειρές του Κάφκα που έχουν μέσα τους το νόημα ολόκληρου του βιβλίου.
Ας ξεκινήσουμε, όμως, με τη σωστή σειρά. Από την αρχή. Το βιβλίο ξεκινάει με ένα 19χρονο αγόρι, τον Τάρεκ, το οποίο ζει στο Μαρόκο. Έχει οικογένεια, σπίτι, σχολή και κοπέλα. Φαίνεται σαν να έχει βάλει τικ σε πολλά κουτάκια στη ζωή του, αλλά ο ίδιος νιώθει άδειος. Η ζωή του είναι μονότονη και βαρετή. Έτσι καταλήγει μια μέρα να μπει σε ένα φορτηγό και να πάει στο Παρίσι. Ο ίδιος έχει στο μυαλό του την εικόνα του Παρισιού που βλέπουμε στις ταινίες: μικρά καφέ, πικ νικ με μπαγκέτες, τυρί και κρασί, κοπέλες με μπερέδες και σπίτια με όμορφα μπαλκόνια. Φτάνοντας στο Παρίσι δεν βρίσκει τίποτα από όλα αυτά. Ή μάλλον συνειδητοποιεί ότι όλα αυτά υπάρχουν σε ελάχιστα σημεία του Παρισιού, σίγουρα όχι στα σημεία που μπορεί να ζήσει ο ίδιος. Ο Τάρεκ πασχίζει να βρει δουλειά και σπίτι και αφού τα καταφέρνει ανακαλύπτει τη μαγεία του να ταξιδεύεις με το μετρό στο Παρίσι. Παρατηρεί τον κόσμο που πηγαινοέρχεται και βρίσκει περίεργα τα ονόματα των στάσεων.
Ο Τάρεκ γνωρίζει τη Χάνα, μια Αμερικανίδα η οποία βρίσκεται στο Παρίσι για να κάνει έρευνα για τον τρόπο που ζούσαν οι γυναίκες του Παρισιού κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Η Χάνα έχει φτάσει με ένα συγκεκριμένο σκοπό στο Παρίσι, αλλά φαίνεται και αυτή χαμένη. Οι μαρτυρίες των γυναικών που ακούει την κάνουν να αναρωτιέται για θέματα ηθικής, συνείδησης αλλά και μνήμης. Σιγά σιγά οι γυναίκες που ακούει γίνονται το μοναδικό πράγμα που σκέφτεται μέσα στη μέρα της. Γυναίκες που κοιμόντουσαν με Γερμανούς στρατιώτες, γυναίκες που κατέδωσαν άλλες που άνηκαν στην Αντίσταση και γυναίκες που βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι δύο ήρωες φαίνονται τελείως αντίθετοι στην αρχή. Στη συνέχεια, όμως, χρειάζονται ο ένας τον άλλο και καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια σχέση σεβασμού και συμπάθειας. Σχεδόν φιλία.
Το βιβλίο μου άρεσε για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά τον Τάρεκ. Ο ίδιος αντιμετωπίζει τα πράγματα χωρίς φόβο και άγχος. Δεν έχει τα χρήματα για να ζήσει στο Παρίσι τη ζωή που φανταζόταν από τις ταινίες. Οπότε ζει μια παραλλαγή αυτής της ζωής χρησιμοποιώντας μόνο μερικά εισιτήρια για το μετρό. Δεν τον νοιάζει να αγοράσει όσα βλέπει στις βιτρίνες, του φτάνει να κάνει βόλτα έξω από αυτές. Ο δεύτερος αφορά τη Χάνα. Όσο η ίδια κάνει την έρευνα της τα πρόσωπα του βιβλίου μιλούν για τη μνήμη και συγκεκριμένα τη μνήμη σχετικά με τα συμβάντα του πολέμου. Για το αν πρέπει ένας λαός να «θυμώνει» σε κάποιον άλλο για τις σφαγές που είχαν γίνει πριν από χρόνια ή όχι. Ο τρόπος που η Χάνα συζητά με τον φίλο της Τζούλιαν είναι αυτό που θα έπρεπε να σκέφτεται το κάθε άτομο σήμερα. Στο παρακάτω απόσπασμα μπορείς να καταλάβεις καλύτερα τι εννοώ:
«Μόλις πριν από μερικά χρόνια, οι Σέρβοι μακέλευαν τους μουσουλμάνους της Βοσνίας, ώστε να πάρουν το αίμα τους πίσω, επειδή οι Σέρβοι ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1380 τόσο! Ολόκληρη η σερβική εθνική ταυτότητα έχει βασιστεί πάνω στον μύθο του Κόσοβο πόλιε. Δεν θα ήταν καλύτερα να ξεχνούσαν; Εξακόσια χρόνια είναι πολύς καιρός για να κρατάς κακία.»
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Comentarios