Πριν από μερικές εβδομάδες έφτασε στο σπίτι μου το βιβλίο του Malcolm Gladwell με τίτλο «Μιλώντας σε αγνώστους». Στο εξώφυλλο υπάρχει η εξής επεξήγηση κάτω από τον τίτλο: «Τι πρέπει να γνωρίζεις για τους ανθρώπους που δεν γνωρίζεις». Το βιβλίο αποτελείται από πέντε μέρη και δώδεκα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία ανθρώπων που ήταν άγνωστοι μεταξύ τους και πώς αυτό το γεγονός επηρέασε την συνάντηση τους.
Το πρώτο κεφάλαιο αφορά την ιστορία της Σάντρα Μπλαντ, μιας νεαρής Αφροαμερικανίδας η οποία οδηγούσε στο Σικάγο όταν, ξαφνικά, ένας αστυνομικός την σταμάτησε επειδή δεν είχε ανάψει φλας αλλάζοντας λωρίδα κυκλοφορίας. Ο ίδιος απαίτησε από την Μπλαντ να βγει από το αυτοκίνητο, να σταματήσει να καπνίζει και την απείλησε πως θα την συλλάβει. Πράγμα που έγινε λίγο μετά. Η Μπλαντ κατέληξε στο κρατητήριο όπου και αυτοκτόνησε τρεις μέρες μετά. Ο συγγραφέας ξεκινά με αυτή την ιστορία (και τελειώνει με αυτήν) να αναρωτιέται τι θα γινόταν διαφορετικά αν η Σάντρα Μπλαντ και ο αστυνομικός γνωρίζονταν από πριν. Ίσως την έβλεπε και της έλεγε «Σάντρα να είσαι περισσότερο προσεκτική στον δρόμο» και στην συνέχεια την άφηνε να συνεχίσει τον δρόμο για τον προορισμό της. Τι αλλάζει στην αντιμετώπιση μας απέναντι σε έναν άνθρωπο επειδή μας είναι άγνωστος; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα του βιβλίου.
Τα κεφάλαια που ακολουθούν είναι το ένα πιο ενδιαφέρον από το άλλο. Ιστορίες για τους κατασκόπους της CIA στην Κούβα, για την γνωριμία του Νέβιλ Τσάμπερλεν με τον Αδόλφο Χίτλερ αλλά και για τον βιασμό μιας φοιτήτριας σε ένα πάρτυ είναι μερικές από αυτές τις οποίες παραθέτει ο Malcolm Gladwell για να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Τι αλλάζει τελικά μέσα μας όταν μιλάμε με ένα άγνωστο άτομο; Τι ψάχνουμε πάνω του για να το χαρακτηρίσουμε καλό ή κακό;
Υπήρξε ένα σημείο του βιβλίο που με έκανε να το αμφισβητήσω. Μια ιστορία, αυτή του βιασμού της φοιτήτριας «δικαιολογείται» με έναν περίεργο τρόπο. Αρχικά, ο Gladwell περιγράφει το συμβάν με λεπτομέρειες, με καταθέσεις από το δικαστήριο και με αναφορές από τους μάρτυρες. Τότε γίνεται γνωστό πώς η φοιτήτρια ήταν μεθυσμένη και δεν θυμόταν τίποτα, ούτε καν το άτομο που την βίασε. Σε αυτό το σημείο γίνεται λόγος για το ποιος φταίει για τον βιασμό. Αυτό που με προβλημάτισε είναι ότι στην αρχή ο Gladwell παραθέτει τα λόγια του βιαστή, που υποστηρίζει πως η κοπέλα ήθελε να κάνουν σεξ, και αναφέρει πως η φοιτήτρια μπορεί να είχε συμφωνήσει αλλά τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα της ήταν τόσο υψηλά που δεν το θυμάται. Ευτυχώς, αυτή η αναφορά γίνεται για να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: κανείς δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται ένα άτομο που είναι μεθυσμένο, σχεδόν χωρίς τις αισθήσεις του, προκειμένου να κάνει σεξ. Ένα μεθυσμένο άτομο συχνά δεν συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του, οπότε η συναίνεση (αν έχει δοθεί) δεν είναι πραγματική.
Δυσκολεύομαι να εντάξω το βιβλίο σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Θα έλεγα πως είναι κοινωνικό με διδακτικό χαρακτήρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αποτελεί ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.
Comments