top of page

41. Πώς φιλιούνται οι αχινοί- Αλεξάνδρα κ*


Επιτέλους τελείωσα το «Πώς φιλιούνται οι αχινοί». Έτσι νιώθω από την στιγμή που διάβασα την τελευταία πρόταση του βιβλίου μέχρι και τώρα που γράφω στο κατεστραμμένο μου λάπτοπ. Αυτή ήταν η τρίτη μου προσπάθεια να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα το τελειώσω και δεν θα το παρατήσω σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης.


Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω αποφασίσει πώς νιώθω για τους αχινούς. Δεν ξέρω αν μου άρεσε το βιβλίο ή όχι. Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή.

Η ιστορία ξεκινά, διαδραματίζεται και τελειώνει σε μια Αθήνα που βράζει με πρωταγωνιστές ανθρώπους στην ηλικία των τριάντα που δεν ξέρουν τι συμβαίνει στη ζωή τους. Ναι έχουμε και κάποιες παρεμβολές, βλ. Βίκτωρας Παντάς γνωστός ποιητής που η καριέρα του έχει πάρει την κατιούσα, αλλά οι βασικοί χαρακτήρες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για τη ζωή και το μέλλον τους. Όντας 24 και όχι 30, μπορώ να πω ότι έχω νιώσει και νιώθω ακόμα και τώρα αυτό το συναίσθημα της ανησυχίας, αβεβαιότητας και πολλές φορές μιζέριας.


Η Αλεξάνδρα κ* εστιάζει αρκετά σε αυτή την κατάσταση των πρωταγωνιστών της, σχεδόν σε ολόκληρο το βιβλίο αναφέρεται σε αυτό. Αυτό είναι το στοιχείο που με κούρασε στο βιβλίο. Ένιωθα ότι διαβάζω, ότι αλλάζω σελίδες, ότι φτάνω στο τέλος και δεν συμβαίνει τίποτα ουσιαστικό. Δεν υπήρχε κάτι που να μου προκάλεσε αγωνία για να φτάσω στο τέλος του βιβλίου.


Η Αλεξάνδρα κ* δεν έκανε κάτι «λάθος» στη συγγραφή του βιβλίου, δεν ξέχασε να βρει έναν σκοπό στον οποίο πρέπει να φτάσουν οι τριαντάρηδες της ούτε έγραφε ακατάπαυστα χωρίς νόημα. Για μένα, η συγγραφέας, ήθελε να περιγράψει αυτή την πλευρά της ζωής στην Αθήνα στην οποία όντως δεν συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο, στην οποία μπορεί να ξυπνήσεις ένα πρωί και να τα παρατήσεις όλα προσπαθώντας να βρεις το νόημα της και να κάνεις restart. Ο λόγος της ρέει τόσο γρήγορα και εύκολα, λες και κάθισε ένα πρωί μπροστά σε ένα λάπτοπ και όλες οι λέξεις που είχε στο μυαλό της ξεχύθηκαν μπροστά της, πήραν μορφή και έφτιαξαν τους αχινούς. Πραγματικά με εντυπωσίασε ο τρόπος που γράφει. Αυτό είναι και το βασικό για μένα.


«Έχεις ιδέα πώς φιλιούνται οι αχινοί;»…. «Έχεις;»

….

«Ρουφούν τα αγκάθια τους μέσα κι έτσι δεν τρυπούν ο ένας τον άλλο».

«Εγώ, άμα ήμουν αχινός και έβλεπα έναν άλλο αχινό μέσα σ’ όλο αυτό τον βυθό, θα χαιρόμουν πολύ και θα ήθελα από τη χαρά μου να τον φιλήσω. Εσύ;»

«Έχεις δίκιο, φιλιούνται».

494 views0 comments
Post: Blog2_Post
bottom of page